ὑστερεῖ

ὑστερεῖ
ὑστερέω
to be behind
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ὑστερέω
to be behind
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑστέρει — ὑ̱στέρει , ὑστερέω to be behind imperf ind act 3rd sg (attic epic) ὑστερέω to be behind pres imperat act 2nd sg (attic epic) ὑστερέω to be behind imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύος — (I) α, ο και κρύγιος ια, ιο (AM κρύος, α, ον, Μ και κρύγιος, ια, ιο) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος») 2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή… …   Dictionary of Greek

  • υστερώ — όω, Μ υστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. ὑστερώ, κατά τα συνηρημένα σε όω]. ὑστερῶ, έω, ΝΜΑ [ὕστερος] 1. καθυστερώ, αργοπορώ 2. μτφ. είμαι κατώτερος, υποδεέστερος σε κάτι έναντι άλλου 3. (α. «υστερεί τού αδελφού της ως προς τη μνήμη» β.… …   Dictionary of Greek

  • υστερώ — υστέρησα, υστερημένος 1. αμτβ., μένω ύστερος, μένω πίσω, καθυστερώ, αργοπορώ. 2. μτφ., είμαι ύστερος, κατώτερος κάποιου, υπολείπομαι, μειονεκτώ: Υστερεί απ τη φίλη της. 3. μτφ., δεν επαρκώ σε κάτι, είμαι ανεπαρκής για κάτι, είμαι ελαττωματικός,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • ακαθυστέρητος — η, ο (ΑΜ ἀκαθυστέρητος, ον) [καθυστερῶ] (μσν. νεολλ.) αυτός που έγινε ή έφθασε χωρίς καθυστέρηση αρχ. εκείνος που δεν υστερεί σε τίποτε, που δεν του λειπεί τίποτε …   Dictionary of Greek

  • ανυστέρητος — ἀνυστέρητος, ον (AM) αυτός που δεν υστερεί σε τίποτε ή που δεν του λείπει τίποτε …   Dictionary of Greek

  • αταλάφρων — ἀταλάφρων, ον (Α) (για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α συνθετικό το επίθ. αταλός* στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

  • κρυόμπλαστρο — το 1. κρύο έμπλαστρο 2. μτφ. άτομο που υστερεί σε ελκυστικότητα ως προς την εμφάνιση, τους τρόπους ή την έκφραση, κρύος, αντιπαθητικός, ανιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος + έμπλαστρο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”